Translation meaning & definition of the word "grandeur" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εγγονός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grandeur
[Μεγαλείο]/grændur/
noun
1. The quality of being magnificent or splendid or grand
- "For magnificence and personal service there is the queen's hotel"
- "His `hamlet' lacks the brilliance that one expects"
- "It is the university that gives the scene its stately splendor"
- "An imaginative mix of old-fashioned grandeur and colorful art"
- "Advertisers capitalize on the grandness and elegance it brings to their products"
- synonym:
- magnificence ,
- brilliance ,
- splendor ,
- splendour ,
- grandeur ,
- grandness
1. Η ποιότητα του να είσαι υπέροχος ή μεγάλος
- "Για μεγαλοπρέπεια και προσωπική εξυπηρέτηση υπάρχει το ξενοδοχείο της βασίλισσας"
- "Ο άμλετ δεν έχει τη λαμπρότητα που περιμένει κανείς"
- "Είναι το πανεπιστήμιο που δίνει στη σκηνή το αρχοντικό της μεγαλείο"
- "Ένας ευφάνταστος συνδυασμός παλιομοδίτικου μεγαλείου και πολύχρωμης τέχνης"
- "Οι διαφημιστές αξιοποιούν τη μεγαλοπρέπεια και την κομψότητα που φέρνει στα προϊόντα τους"
- συνώνυμο:
- μεγαλοπρέπεια ,
- λαμπρότητα ,
- μεγαλείο
2. The quality of elevation of mind and exaltation of character or ideals or conduct
- synonym:
- nobility ,
- nobleness ,
- magnanimousness ,
- grandeur
2. Η ποιότητα της ανύψωσης του νου και η εξύψωση του χαρακτήρα ή των ιδανικών ή της συμπεριφοράς
- συνώνυμο:
- ευγένεια ,
- μεγαλοψυχία ,
- μεγαλείο