Translation meaning & definition of the word "grail" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουπί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grail
[Δισκοπότηρο]/grel/
noun
1. The object of any prolonged endeavor
- synonym:
- grail
1. Το αντικείμενο κάθε παρατεταμένης προσπάθειας
- συνώνυμο:
- δισκοπότηρο
2. (legend) chalice used by christ at the last supper
- synonym:
- grail ,
- Holy Grail ,
- Sangraal
2. (λεγεδ) χαλίκι που χρησιμοποίησε ο χριστός στο τελευταίο δείπνο
- συνώνυμο:
- δισκοπότηρο ,
- Άγιο Δισκοπότηρο ,
- Σανγκράα