Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "graham" into Greek language

Μεταφραστική σημασία & ορισμός της λέξης "γκραμ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Graham

[Γκράχαμ]
/greəm/

noun

1. United states evangelical preacher famous as a mass evangelist (born in 1918)

    synonym:
  • Graham
  • ,
  • Billy Graham
  • ,
  • William Franklin Graham

1. Ευαγγελικός ιεροκήρυκας των ηνωμένων πολιτειών διάσημος ως μαζικός ευαγγελιστής (γεννημένος το 1918)

    συνώνυμο:
  • Γκράχαμ
  • ,
  • Μπίλι Γκράχαμ
  • ,
  • Ουίλιαμ Φράνκλιν Γκράχαμ

2. United states dancer and choreographer whose work was noted for its austerity and technical rigor (1893-1991)

    synonym:
  • Graham
  • ,
  • Martha Graham

2. Χορεύτρια και χορογράφος των ηνωμένων πολιτειών, το έργο της οποίας σημειώθηκε για τη λιτότητα και την τεχνική αυστηρότητα (1893-191)

    συνώνυμο:
  • Γκράχαμ
  • ,
  • Μάρθα Γκράχαμ

3. Flour made by grinding the entire wheat berry including the bran

  • (`whole meal flour' is british usage)
    synonym:
  • whole wheat flour
  • ,
  • graham flour
  • ,
  • graham
  • ,
  • whole meal flour

3. Αλεύρι κατασκευασμένο με άλεση ολόκληρου του μούρου, συμπεριλαμβανομένου του πίτουρου

  • (`ολόκληρο το αλεύρι γεύματος είναι βρετανική χρήση)
    συνώνυμο:
  • αλεύρι ολικής άλεσης
  • ,
  • αλεύρι από γκράχαμ
  • ,
  • γκράχαμ