Translation meaning & definition of the word "grafting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφραστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grafting
[Μεταμόσχευση]/græftɪŋ/
noun
1. The act of grafting something onto something else
- synonym:
- graft ,
- grafting
1. Η πράξη του να μπολιάζεις κάτι σε κάτι άλλο
- συνώνυμο:
- μόσχευμα ,
- μεταμόσχευση