Translation meaning & definition of the word "graft" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μόσχευμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Graft
[Μοσχεύματοσ]/græft/
noun
1. (surgery) tissue or organ transplanted from a donor to a recipient
- In some cases the patient can be both donor and recipient
- synonym:
- graft ,
- transplant
1. (χειρουργικός) ιστός ή όργανο που μεταμοσχεύθηκε από δότη σε λήπτη
- Σε ορισμένες περιπτώσεις ο ασθενής μπορεί να είναι και δότης και λήπτης
- συνώνυμο:
- μόσχευμα ,
- μεταμόσχευση
2. The practice of offering something (usually money) in order to gain an illicit advantage
- synonym:
- bribery ,
- graft
2. Η πρακτική της προσφοράς κάτι (συνήθως χρημάτων) προκειμένου να αποκτηθεί ένα παράνομο πλεονέκτημα
- συνώνυμο:
- δωροδοκία ,
- μόσχευμα
3. The act of grafting something onto something else
- synonym:
- graft ,
- grafting
3. Η πράξη του μοσχεύματος κάτι σε κάτι άλλο
- συνώνυμο:
- μόσχευμα ,
- εμβολιασμό
verb
1. Cause to grow together parts from different plants
- "Graft the cherry tree branch onto the plum tree"
- synonym:
- graft ,
- engraft ,
- ingraft
1. Αιτία για να αναπτυχθούν μαζί μέρη από διαφορετικά φυτά
- "Μοσχεύστε το κλαδί της κερασιάς στη δαμασκηνιά"
- συνώνυμο:
- μόσχευμα ,
- εμβολιάζω ,
- εμποτίζω
2. Place the organ of a donor into the body of a recipient
- synonym:
- transplant ,
- graft
2. Τοποθετήστε το όργανο ενός δότη στο σώμα ενός λήπτη
- συνώνυμο:
- μεταμόσχευση ,
- μόσχευμα