Translation meaning & definition of the word "graduated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποφοίτησε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Graduated
[Αποφοίτησε]/græʤuetɪd/
adjective
1. Marked with or divided into degrees
- "A calibrated thermometer"
- synonym:
- calibrated ,
- graduated
1. Σημειώνεται με ή χωρίζεται σε μοίρες
- "Βαθμονομημένο θερμόμετρο"
- συνώνυμο:
- βαθμονομημένο ,
- αποφοίτησε
2. Taking place by degrees
- synonym:
- gradational ,
- gradatory ,
- graduated
2. Λαμβάνοντας χώρα κατά βαθμούς
- συνώνυμο:
- διαβαθμίσεων ,
- διαβαθμίσεωσ ,
- αποφοίτησε
Examples of using
It doesn't matter very much which college you graduated from.
Δεν έχει σημασία από ποιο κολέγιο αποφοίτησες.
I haven't seen any of my old classmates since I graduated 100 years ago.
Δεν έχω δει κανέναν από τους παλιούς συμμαθητές μου από τότε που αποφοίτησα πριν από 100 χρόνια.
A. Lukashenko said that “parliament is a school, and people who graduated from this school shouln’t be lost”.
Α. Ο Λουκασένκο είπε ότι το “κοινοβούλιο είναι σχολείο και οι άνθρωποι που αποφοίτησαν από αυτό το σχολείο είναι χαμένοι”.