Translation meaning & definition of the word "graduate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταπτυχιακό" στην ελληνική γλώσσα
Graduate
[Απόφοιτος]noun
1. A person who has received a degree from a school (high school or college or university)
- synonym:
- alumnus ,
- alumna ,
- alum ,
- graduate ,
- grad
1. Ένα άτομο που έχει λάβει πτυχίο από ένα σχολείο (λύκειο ή κολέγιο ή πανεπιστήμιο)
- συνώνυμο:
- απόφοιτος ,
- αλούμνα ,
- αλούμ ,
- βαθμ
2. A measuring instrument for measuring fluid volume
- A glass container (cup or cylinder or flask) whose sides are marked with or divided into amounts
- synonym:
- graduate
2. Όργανο μέτρησης για τη μέτρηση του όγκου του υγρού
- Ένα γυάλινο δοχείο (κάπ ή κύλινδρος ή φλάσκ) των οποίων οι πλευρές είναι σημειωμένες με ή χωρισμένες σε ποσότητες
- συνώνυμο:
- απόφοιτος
verb
1. Receive an academic degree upon completion of one's studies
- "She graduated in 1990"
- synonym:
- graduate
1. Λάβετε ακαδημαϊκό πτυχίο μετά την ολοκλήρωση των σπουδών κάποιου
- "Αποφοίτησε το 1990"
- συνώνυμο:
- απόφοιτος
2. Confer an academic degree upon
- "This school graduates 2,000 students each year"
- synonym:
- graduate
2. Απονέμει ακαδημαϊκό πτυχίο σε
- "Αυτό το σχολείο αποφοιτεί 2.000 μαθητές κάθε χρόνο"
- συνώνυμο:
- απόφοιτος
3. Make fine adjustments or divide into marked intervals for optimal measuring
- "Calibrate an instrument"
- "Graduate a cylinder"
- synonym:
- calibrate ,
- graduate ,
- fine-tune
3. Κάντε λεπτές προσαρμογές ή διαιρέστε σε σημαντικά διαστήματα για βέλτιστη μέτρηση
- "Βαθμονομήστε ένα όργανο"
- "Προπτυχιακό έναν κύλινδρο"
- συνώνυμο:
- βαθμονομώ ,
- απόφοιτος ,
- λεπτός
adjective
1. Of or relating to studies beyond a bachelor's degree
- "Graduate courses"
- synonym:
- graduate(a) ,
- postgraduate
1. Από ή σχετίζονται με μελέτες πέρα από το πτυχίο πανεπιστημίου
- "Μεταπτυχιακά μαθήματα"
- συνώνυμο:
- πτυχιούχος( ,
- μεταπτυχιακός