Translation meaning & definition of the word "grading" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαθμολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grading
[Διαβάθμιση]/gredɪŋ/
noun
1. The act of arranging in a graduated series
- synonym:
- scaling ,
- grading
1. Η πράξη της διευθέτησης σε μια βαθμολογημένη σειρά
- συνώνυμο:
- κλιμάκωση ,
- βαθμολόγηση
2. Changing the ground level to a smooth horizontal or gently sloping surface
- synonym:
- grading ,
- leveling
2. Αλλαγή του επιπέδου εδάφους σε μια ομαλή οριζόντια ή απαλά επικλινή επιφάνεια
- συνώνυμο:
- βαθμολόγηση ,
- ισοπέδωση
3. Evaluation of performance by assigning a grade or score
- "What he disliked about teaching was all the grading he had to do"
- synonym:
- marking ,
- grading ,
- scoring
3. Αξιολόγηση της απόδοσης με ανάθεση βαθμού ή βαθμολογίας
- "Αυτό που δεν του άρεσε να διδάσκει ήταν όλη η βαθμολογία που έπρεπε να κάνει"
- συνώνυμο:
- σήμανση ,
- βαθμολόγηση ,
- σκορ
Examples of using
She was up to her eyes grading the papers.
Ήταν στα μάτια της βαθμολογώντας τα χαρτιά.