Translation meaning & definition of the word "gradient" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαθμολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gradient
[Καταλαβαίνω]/grediənt/
noun
1. A graded change in the magnitude of some physical quantity or dimension
- synonym:
- gradient
1. Μια διαβαθμισμένη αλλαγή στο μέγεθος κάποιας φυσικής ποσότητας ή διάστασης
- συνώνυμο:
- κλίση
2. The property possessed by a line or surface that departs from the horizontal
- "A five-degree gradient"
- synonym:
- gradient ,
- slope
2. Το ακίνητο που κατέχεται από μια γραμμή ή επιφάνεια που αναχωρεί από την οριζόντια
- "Μια κλίση πέντε βαθμών"
- συνώνυμο:
- κλίση