Translation meaning & definition of the word "grader" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραγωγός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grader
[Χαρτοφύλακασ]/gredər/
noun
1. A judge who assigns grades to something
- synonym:
- grader
1. Ένας δικαστής που αναθέτει βαθμούς σε κάτι
- συνώνυμο:
- γκρέιντερ