Translation meaning & definition of the word "grad" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαθμολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Grad
[Γκραντ]/græd/
noun
1. One-hundredth of a right angle
- synonym:
- grad ,
- grade
1. Το ένα εκατοστό της ορθής γωνίας
- συνώνυμο:
- βαθμ ,
- βαθμός
2. A person who has received a degree from a school (high school or college or university)
- synonym:
- alumnus ,
- alumna ,
- alum ,
- graduate ,
- grad
2. Ένα άτομο που έχει λάβει πτυχίο από ένα σχολείο (λύκειο ή κολέγιο ή πανεπιστήμιο)
- συνώνυμο:
- απόφοιτος ,
- αλούμνα ,
- αλούμ ,
- βαθμ