Translation meaning & definition of the word "gracious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευγενικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gracious
[Πολύτιμος]/greʃəs/
adjective
1. Characterized by charm, good taste, and generosity of spirit
- "Gracious even to unexpected visitors"
- "Gracious living"
- "He bears insult with gracious good humor"
- synonym:
- gracious
1. Χαρακτηρίζεται από γοητεία, καλή γεύση και γενναιοδωρία του πνεύματος
- "Ευγενικοί ακόμη και σε απρόσμενους επισκέπτες"
- "Ευγενική ζωή"
- "Φέρει προσβολή με ευγενικό καλό χιούμορ"
- συνώνυμο:
- ευγενικός
2. Characterized by kindness and warm courtesy especially of a king to his subjects
- "Our benignant king"
- synonym:
- benignant ,
- gracious
2. Χαρακτηρίζεται από καλοσύνη και θερμή ευγένεια, ειδικά ενός βασιλιά στους υπηκόους του
- "Ο καλός μας βασιλιάς"
- συνώνυμο:
- καλοήθησ ,
- ευγενικός
3. Exhibiting courtesy and politeness
- "A nice gesture"
- synonym:
- courteous ,
- gracious ,
- nice
3. Επιδεικνύοντας ευγένεια και ευγένεια
- "Μια ωραία χειρονομία"
- συνώνυμο:
- ευγενικός ,
- ωραίος
4. Disposed to bestow favors
- "Thanks to the gracious gods"
- synonym:
- gracious
4. Διατίθεται για να παραχωρήσει εύνοιες
- "Ευχαριστώ στους ευγενικούς θεούς"
- συνώνυμο:
- ευγενικός
Examples of using
She is a most gracious neighbor.
Είναι πολύ ευγενικός γείτονας.