Translation meaning & definition of the word "graceful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γραφικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Graceful
[Χαριτωμένος]/gresfəl/
adjective
1. Characterized by beauty of movement, style, form, or execution
- synonym:
- graceful
1. Χαρακτηρίζεται από την ομορφιά της κίνησης, του στυλ, της μορφής ή της εκτέλεσης
- συνώνυμο:
- χαριτωμένος
2. Suggesting taste, ease, and wealth
- synonym:
- elegant ,
- graceful ,
- refined
2. Προτείνοντας γεύση, ευκολία και πλούτο
- συνώνυμο:
- κομψός ,
- χαριτωμένος ,
- εξευγενισμένη
Examples of using
The instrumental case is one of the most graceful aspects of Russian language.
Η οργανική περίπτωση είναι μία από τις πιο χαριτωμένες πτυχές της ρωσικής γλώσσας.
Ice skating can be graceful and beautiful.
Το πατινάζ πάγου μπορεί να είναι χαριτωμένο και όμορφο.
I found her graceful.
Τη βρήκα ευγενική.