Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "grace" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βράβη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Grace

[Χάρη]
/gres/

noun

1. (christian theology) a state of sanctification by god

  • The state of one who is under such divine influence
  • "The conception of grace developed alongside the conception of sin"
  • "It was debated whether saving grace could be obtained outside the membership of the church"
  • "The virgin lived in a state of grace"
    synonym:
  • grace
  • ,
  • saving grace
  • ,
  • state of grace

1. (χριστιανική θεολογία) κατάσταση αγιασμού από τον θεό

  • Η κατάσταση ενός που βρίσκεται υπό τέτοια θεϊκή επιρροή
  • "Η αντίληψη της χάρης αναπτύχθηκε παράλληλα με τη σύλληψη της αμαρτίας"
  • "Συζητήθηκε αν η σωτηρία της χάρης θα μπορούσε να ληφθεί εκτός της συμμετοχής στην εκκλησία"
  • "Η παρθένος ζούσε σε κατάσταση χάριτος"
    συνώνυμο:
  • χάρη
  • ,
  • εξοικονόμηση χάρης
  • ,
  • κατάσταση χάριτος

2. Elegance and beauty of movement or expression

  • "A beautiful figure which she used in subtle movements of unparalleled grace"
    synonym:
  • grace
  • ,
  • gracility

2. Κομψότητα και ομορφιά της κίνησης ή της έκφρασης

  • "Μια όμορφη φιγούρα που χρησιμοποίησε σε λεπτές κινήσεις απαράμιλλης χάρης"
    συνώνυμο:
  • χάρη
  • ,
  • επιβαρυντικότητα

3. A sense of propriety and consideration for others

  • "A place where the company of others must be accepted with good grace"
    synonym:
  • seemliness
  • ,
  • grace

3. Αίσθηση της ευπρέπειας και της εκτίμησης για τους άλλους

  • "Ένας τόπος όπου η εταιρεία των άλλων πρέπει να γίνει αποδεκτή με καλή χάρη"
    συνώνυμο:
  • φαινομενικότητα
  • ,
  • χάρη

4. A disposition to kindness and compassion

  • "The victor's grace in treating the vanquished"
    synonym:
  • grace
  • ,
  • good will
  • ,
  • goodwill

4. Διάθεση για καλοσύνη και συμπόνια

  • "Η χάρη του νικητή στη θεραπεία των νικημένων"
    συνώνυμο:
  • χάρη
  • ,
  • καλή θέληση

5. (greek mythology) one of three sisters who were the givers of beauty and charm

  • A favorite subject for sculptors
    synonym:
  • Grace

5. (ελληνική μυθολογία) μία από τις τρεις αδελφές που ήταν οι δωρητές της ομορφιάς και της γοητείας

  • Ένα αγαπημένο θέμα για γλύπτες
    συνώνυμο:
  • Χάρη

6. A short prayer of thanks before a meal

  • "Their youngest son said grace"
    synonym:
  • grace
  • ,
  • blessing
  • ,
  • thanksgiving

6. Μια σύντομη προσευχή ευχαριστίας πριν από ένα γεύμα

  • "Ο μικρότερος γιος τους είπε χάρη"
    συνώνυμο:
  • χάρη
  • ,
  • ευλογία
  • ,
  • ευχαριστία

7. (christian theology) the free and unmerited favor or beneficence of god

  • "God's grace is manifested in the salvation of sinners"
  • "There but for the grace of god go i"
    synonym:
  • grace
  • ,
  • grace of God
  • ,
  • free grace

7. (χριστιανική θεολογία) η ελεύθερη και ανεμπόδιστη εύνοια ή αγαθοεργία του θεού

  • "Η χάρη του θεού εκδηλώνεται στη σωτηρία των αμαρτωλών"
  • "Εκεί, αλλά για τη χάρη του θεού πάω εγώ"
    συνώνυμο:
  • χάρη
  • ,
  • χάρη του Θεού
  • ,
  • ελεύθερη χάρη

verb

1. Make more attractive by adding ornament, colour, etc.

  • "Decorate the room for the party"
  • "Beautify yourself for the special day"
    synonym:
  • decorate
  • ,
  • adorn
  • ,
  • grace
  • ,
  • ornament
  • ,
  • embellish
  • ,
  • beautify

1. Κάντε πιο ελκυστική προσθέτοντας στολίδι, χρώμα κλπ.

  • "Διακοσμήστε το δωμάτιο για το πάρτι"
  • "Να παρακολουθείτε τον εαυτό σας για την ξεχωριστή ημέρα"
    συνώνυμο:
  • διακοσμώ
  • ,
  • στολίζω
  • ,
  • χάρη
  • ,
  • στολίδι
  • ,
  • εξωραΐζω
  • ,
  • ομορφύνω

2. Be beautiful to look at

  • "Flowers adorned the tables everywhere"
    synonym:
  • deck
  • ,
  • adorn
  • ,
  • decorate
  • ,
  • grace
  • ,
  • embellish
  • ,
  • beautify

2. Να είσαι όμορφος να κοιτάς

  • "Οι ανεμιστήρες κοσμούσαν τα τραπέζια παντού"
    συνώνυμο:
  • κατάστρωμα
  • ,
  • στολίζω
  • ,
  • διακοσμώ
  • ,
  • χάρη
  • ,
  • εξωραΐζω
  • ,
  • ομορφύνω

Examples of using

Yoko danced with a grace that surprised us.
Η Γιόκο χόρεψε με μια χάρη που μας εξέπληξε.
His daughter was endowed with beauty and grace.
Η κόρη του ήταν προικισμένη με ομορφιά και χάρη.