Translation meaning & definition of the word "governing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυβέρνηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Governing
[Διοικήσεωσ]/gəvərnɪŋ/
noun
1. The act of governing
- Exercising authority
- "Regulations for the governing of state prisons"
- "He had considerable experience of government"
- synonym:
- government ,
- governing ,
- governance ,
- government activity ,
- administration
1. Η πράξη της διακυβέρνησης
- Αρχή άσκησης
- "Κανονισμοί για τη διακυβέρνηση των κρατικών φυλακών"
- "Είχε πολύ μεγάλη εμπειρία από την κυβέρνηση"
- συνώνυμο:
- κυβέρνηση ,
- διακυβέρνηση ,
- κυβερνητική δραστηριότητα ,
- διοίκηση
adjective
1. Responsible for making and enforcing rules and laws
- "Governing bodies"
- synonym:
- governing
1. Υπεύθυνος για την εκπόνηση και την επιβολή κανόνων και νόμων
- "Κυβερνητικά σώματα"
- συνώνυμο:
- διακυβέρνηση