Translation meaning & definition of the word "govern" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βουλή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Govern
[Κυβερνώ]/gəvərn/
verb
1. Bring into conformity with rules or principles or usage
- Impose regulations
- "We cannot regulate the way people dress"
- "This town likes to regulate"
- synonym:
- regulate ,
- regularize ,
- regularise ,
- order ,
- govern
1. Να συμμορφώνονται με τους κανόνες ή τις αρχές ή τη χρήση
- Επιβάλλει κανονισμούς
- "Δεν μπορούμε να ρυθμίσουμε τον τρόπο που ντύνονται οι άνθρωποι"
- "Αυτή η πόλη αρέσει να ρυθμίζει"
- συνώνυμο:
- ρυθμίζω ,
- τακτοποιώ ,
- παραγγελία ,
- κυβερνώ
2. Direct or strongly influence the behavior of
- "His belief in god governs his conduct"
- synonym:
- govern
2. Άμεση ή έντονη επιρροή της συμπεριφοράς του
- "Η πίστη του στον θεό διέπει τη συμπεριφορά του"
- συνώνυμο:
- κυβερνώ
3. Exercise authority over
- As of nations
- "Who is governing the country now?"
- synonym:
- govern ,
- rule
3. Ασκεί εξουσία πάνω στο
- Από τα έθνη
- "Ποιος κυβερνά τη χώρα τώρα?"
- συνώνυμο:
- κυβερνώ ,
- κανόνας
4. Require to be in a certain grammatical case, voice, or mood
- "Most transitive verbs govern the accusative case in german"
- synonym:
- govern
4. Απαιτήστε να είστε σε μια συγκεκριμένη γραμματική περίπτωση, φωνή ή διάθεση
- "Τα περισσότερα μεταβατικά ρήματα διέπουν την κατηγορητική υπόθεση στα γερμανικά"
- συνώνυμο:
- κυβερνώ