Translation meaning & definition of the word "gourmet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γκουρμέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gourmet
[Γκουρμέ]/gʊrme/
noun
1. A person devoted to refined sensuous enjoyment (especially good food and drink)
- synonym:
- epicure ,
- gourmet ,
- gastronome ,
- bon vivant ,
- epicurean ,
- foodie
1. Ένα άτομο αφιερωμένο στην εκλεπτυσμένη αισθησιακή απόλαυση (ειδικά καλό φαγητό και ποτό)
- συνώνυμο:
- επίκυρα ,
- γκουρμέ ,
- γαστρονόμοσ ,
- καλόβουλο ,
- επικούρειο ,
- φαγητό