Translation meaning & definition of the word "gourd" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δουλειά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gourd
[Γκουρντ]/gɔrd/
noun
1. Bottle made from the dried shell of a bottle gourd
- synonym:
- gourd ,
- calabash
1. Μπουκάλι κατασκευασμένο από το αποξηραμένο κέλυφος μιας κολοκύθας μπουκαλιών
- συνώνυμο:
- νεροκολοκύθα ,
- καλαμπάς
2. Any of numerous inedible fruits with hard rinds
- synonym:
- gourd
2. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα μη βρώσιμα φρούτα με σκληρές φλούδες
- συνώνυμο:
- νεροκολοκύθα
3. Any vine of the family cucurbitaceae that bears fruits with hard rinds
- synonym:
- gourd ,
- gourd vine
3. Οποιοδήποτε αμπέλι της οικογένειας που φέρει καρπούς με σκληρά δέρματα
- συνώνυμο:
- νεροκολοκύθα ,
- αμπέλι