Translation meaning & definition of the word "gouge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γκουζ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gouge
[Γκουζ]/gaʊʤ/
noun
1. An impression in a surface (as made by a blow)
- synonym:
- dent ,
- ding ,
- gouge ,
- nick
1. Μια εντύπωση σε μια επιφάνεια (ας από ένα χτύπημα)
- συνώνυμο:
- οδοντωτός ,
- ντινγκ ,
- γκουζ ,
- νικ
2. And edge tool with a blade like a trough for cutting channels or grooves
- synonym:
- gouge
2. Και εργαλείο ακρών με μια λεπίδα σαν γούρνα για την κοπή καναλιών ή αυλακώσεων
- συνώνυμο:
- γκουζ
3. The act of gouging
- synonym:
- gouge
3. Η πράξη του γκουφινγκ
- συνώνυμο:
- γκουζ
verb
1. Force with the thumb
- "Gouge out his eyes"
- synonym:
- gouge ,
- force out
1. Δύναμη με τον αντίχειρα
- "Βγάλε τα μάτια του"
- συνώνυμο:
- γκουζ ,
- αποστρέφομαι
2. Obtain by coercion or intimidation
- "They extorted money from the executive by threatening to reveal his past to the company boss"
- "They squeezed money from the owner of the business by threatening him"
- synonym:
- extort ,
- squeeze ,
- rack ,
- gouge ,
- wring
2. Αποκτήστε με εξαναγκασμό ή εκφοβισμό
- "Απέσπασαν χρήματα από την εκτελεστική εξουσία απειλώντας να αποκαλύψουν το παρελθόν του στο αφεντικό της εταιρείας"
- "Συμπίεσαν χρήματα από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης απειλώντας τον"
- συνώνυμο:
- εκβάλλω ,
- συμπιέζω ,
- ράφι ,
- γκουζ ,
- στύψιμο
3. Make a groove in
- synonym:
- rout ,
- gouge
3. Φτιάχνω ένα αυλάκι
- συνώνυμο:
- παραλλαγή ,
- γκουζ