Translation meaning & definition of the word "gossiping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουτσομπολιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gossiping
[Κουτσομπολιό]/gɑsəpɪŋ/
noun
1. A conversation that spreads personal information about other people
- synonym:
- gossiping ,
- gossipmongering
1. Μια συζήτηση που διαδίδει προσωπικές πληροφορίες για άλλους ανθρώπους
- συνώνυμο:
- κουτσομπολιό