Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "gossip" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "κουτσομπολιό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Gossip

[Κουτσομπολιό]
/gɑsəp/

noun

1. Light informal conversation for social occasions

    synonym:
  • chitchat
  • ,
  • chit-chat
  • ,
  • chit chat
  • ,
  • small talk
  • ,
  • gab
  • ,
  • gabfest
  • ,
  • gossip
  • ,
  • tittle-tattle
  • ,
  • chin wag
  • ,
  • chin-wag
  • ,
  • chin wagging
  • ,
  • chin-wagging
  • ,
  • causerie

1. Ελαφριά άτυπη συζήτηση για κοινωνικές περιστάσεις

    συνώνυμο:
  • κουβεντούλα
  • ,
  • chit-chat
  • ,
  • chit chat
  • ,
  • κουβέντα
  • ,
  • gab
  • ,
  • gabfest
  • ,
  • κουτσομπολιό
  • ,
  • τιτλοφορία
  • ,
  • τσιν γουάγκ
  • ,
  • πηγούνι-κουκούτσι
  • ,
  • κούνημα πηγουνιού
  • ,
  • πηγούνι
  • ,
  • αιτία

2. A report (often malicious) about the behavior of other people

  • "The divorce caused much gossip"
    synonym:
  • gossip
  • ,
  • comment
  • ,
  • scuttlebutt

2. Μια αναφορά (συχνά κακόβουλη) για τη συμπεριφορά άλλων ανθρώπων

  • "Το διαζύγιο προκάλεσε πολλά κουτσομπολιά"
    συνώνυμο:
  • κουτσομπολιό
  • ,
  • σχόλιο
  • ,
  • πισινό

3. A person given to gossiping and divulging personal information about others

    synonym:
  • gossip
  • ,
  • gossiper
  • ,
  • gossipmonger
  • ,
  • rumormonger
  • ,
  • rumourmonger
  • ,
  • newsmonger

3. Ένα άτομο που δίνεται στο κουτσομπολιό και την αποκάλυψη προσωπικών πληροφοριών για άλλους

    συνώνυμο:
  • κουτσομπολιό
  • ,
  • κουτσομπόλησ
  • ,
  • φημολόγος
  • ,
  • ειδησεογραφικό

verb

1. Wag one's tongue

  • Speak about others and reveal secrets or intimacies
  • "She won't dish the dirt"
    synonym:
  • dish the dirt
  • ,
  • gossip

1. Κούνα τη γλώσσα σου

  • Μιλήστε για άλλους και αποκαλύψτε μυστικά ή οικειότητες
  • "Δεν θα πιάσει τη βρωμιά"
    συνώνυμο:
  • πιάτο το χώμα
  • ,
  • κουτσομπολιό

2. Talk socially without exchanging too much information

  • "The men were sitting in the cafe and shooting the breeze"
    synonym:
  • chew the fat
  • ,
  • shoot the breeze
  • ,
  • chat
  • ,
  • confabulate
  • ,
  • confab
  • ,
  • chitchat
  • ,
  • chit-chat
  • ,
  • chatter
  • ,
  • chaffer
  • ,
  • natter
  • ,
  • gossip
  • ,
  • jaw
  • ,
  • claver
  • ,
  • visit

2. Μιλήστε κοινωνικά χωρίς να ανταλλάξετε πάρα πολλές πληροφορίες

  • "Οι άντρες κάθονταν στο καφέ και πυροβολούσαν το αεράκι"
    συνώνυμο:
  • μάσα το λίπος
  • ,
  • πυροβόλησε το αεράκι
  • ,
  • συνομιλία
  • ,
  • συνδυάζω
  • ,
  • confab
  • ,
  • κουβεντούλα
  • ,
  • chit-chat
  • ,
  • φλυαρία
  • ,
  • τσάφερ
  • ,
  • νάτριο
  • ,
  • κουτσομπολιό
  • ,
  • γνάθος
  • ,
  • claver
  • ,
  • επισκεφθείτε

Examples of using

She loves to gossip.
Της αρέσει να κουτσομπολεύει.
You're such a gossip.
Είσαι τόσο κουτσομπόλα.
He loves to gossip.
Λατρεύει να κουτσομπολεύει.