Translation meaning & definition of the word "gorgeous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γοριζοσπαστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gorgeous
[Πανέμορφος]/gɔrʤəs/
adjective
1. Dazzlingly beautiful
- "A gorgeous victorian gown"
- synonym:
- gorgeous
1. Εκθαμβωτικά όμορφο
- "Ένα πανέμορφο βικτοριανό φόρεμα"
- συνώνυμο:
- πανέμορφος
Examples of using
You are gorgeous.
Είσαι πανέμορφη.
She's drop-dead gorgeous.
Είναι πανέμορφη.
"I was just admiring your roses. They're absolutely gorgeous." "Oh, I'm flattered. Thank you."
"Θαύμαζα τα τριαντάφυλλά σου. Είναι απολύτως πανέμορφα." "Ω, είμαι κολακευμένος. Ευχαριστώ."