Translation meaning & definition of the word "gore" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περισσότερο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gore
[Γκορ]/gɔr/
noun
1. Vice president of the united states under bill clinton (born in 1948)
- synonym:
- Gore ,
- Al Gore ,
- Albert Gore Jr.
1. Αντιπρόεδρος των ηνωμένων πολιτειών υπό τον μπιλ κλίντον (γνόταν το 1948)
- συνώνυμο:
- Γκορ ,
- Αλ Γκορ ,
- Άλμπερτ Γκορ Τζ.
2. Coagulated blood from a wound
- synonym:
- gore
2. Πήξη αίματος από μια πληγή
- συνώνυμο:
- γκόρε
3. A piece of cloth that is generally triangular or tapering
- Used in making garments or umbrellas or sails
- synonym:
- gore ,
- panel
3. Ένα κομμάτι ύφασμα που είναι γενικά τριγωνικό ή κωνικό
- Χρησιμοποιείται για την κατασκευή ενδυμάτων ή ομπρέλων ή πανιών
- συνώνυμο:
- γκόρε ,
- πίνακας
4. The shedding of blood resulting in murder
- "He avenged the bloodshed of his kinsmen"
- synonym:
- bloodshed ,
- gore
4. Η αποβολή του αίματος με αποτέλεσμα τη δολοφονία
- "Εκδικήθηκε την αιματοχυσία των συγγενών του"
- συνώνυμο:
- αιματοχυσία ,
- γκόρε
verb
1. Wound by piercing with a sharp or penetrating object or instrument
- synonym:
- gore
1. Πληγή με διάτρηση με ένα αιχμηρό ή διεισδυτικό αντικείμενο ή όργανο
- συνώνυμο:
- γκόρε
2. Cut into gores
- "Gore a skirt"
- synonym:
- gore
2. Κόβω σε βαθουλώματα
- "Περισσότερη φούστα"
- συνώνυμο:
- γκόρε