Translation meaning & definition of the word "goon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Goon
[Γκουν]/gun/
noun
1. An awkward stupid person
- synonym:
- lout ,
- clod ,
- stumblebum ,
- goon ,
- oaf ,
- lubber ,
- lummox ,
- lump ,
- gawk
1. Ένας αμήχανος ηλίθιος άνθρωπος
- συνώνυμο:
- παραλείπω ,
- κλοντ ,
- παραπονούμαι ,
- πηγαίνω ,
- ωα ,
- λαμπρεπήσ ,
- λούμοξ ,
- εξαπλώνω ,
- γκαουκ
2. An aggressive and violent young criminal
- synonym:
- hood ,
- hoodlum ,
- goon ,
- punk ,
- thug ,
- tough ,
- toughie ,
- strong-armer
2. Ένας επιθετικός και βίαιος νεαρός εγκληματίας
- συνώνυμο:
- κουκούλα ,
- απατεώνασ ,
- πηγαίνω ,
- πανκ ,
- κακοποιός ,
- σκληρός ,
- ισχυρός παραγωγός