Translation meaning & definition of the word "goof" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πτέρυγα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Goof
[Στέγη]/guf/
noun
1. A man who is a stupid incompetent fool
- synonym:
- fathead ,
- goof ,
- goofball ,
- bozo ,
- jackass ,
- goose ,
- cuckoo ,
- twat ,
- zany
1. Ένας άνθρωπος που είναι ένας ηλίθιος ανίκανος ηλίθιος
- συνώνυμο:
- χονδροκέφαλοσ ,
- αποτυχία ,
- γκόφμπολ ,
- μπόζο ,
- τζακ ,
- χήνα ,
- κούκου ,
- τουίτ ,
- ζαν
2. A person who amuses others by ridiculous behavior
- synonym:
- clown ,
- buffoon ,
- goof ,
- goofball ,
- merry andrew
2. Ένα άτομο που διασκεδάζει τους άλλους με γελοία συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- κλόουν ,
- βουβούλων ,
- αποτυχία ,
- γκόφμπολ ,
- χαίρη Άντριου
verb
1. Commit a faux pas or a fault or make a serious mistake
- "I blundered during the job interview"
- synonym:
- drop the ball ,
- sin ,
- blunder ,
- boob ,
- goof
1. Διαπράξτε ένα ψεύτικο πατάρι ή ένα σφάλμα ή να κάνετε ένα σοβαρό λάθος
- "Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης εργασίας"
- συνώνυμο:
- πέτα την μπάλα ,
- αμαρτία ,
- αποσβήνω ,
- βουητό ,
- αποτυχία