Translation meaning & definition of the word "goodness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Goodness
[Καλοσύνη]/gʊdnəs/
noun
1. That which is pleasing or valuable or useful
- "Weigh the good against the bad"
- "Among the highest goods of all are happiness and self-realization"
- synonym:
- good ,
- goodness
1. Αυτό που είναι ευχάριστο ή πολύτιμο ή χρήσιμο
- "Υπερτερεί του καλού ενάντια στο κακό"
- "Μεταξύ των υψηλότερων αγαθών όλων είναι η ευτυχία και η αυτοπραγμάτωση"
- συνώνυμο:
- καλός ,
- καλοσύνη
2. Moral excellence or admirableness
- "There is much good to be found in people"
- synonym:
- good ,
- goodness
2. Ηθική αριστεία ή αναμνηστικότητα
- "Υπάρχουν πολλά καλά να βρεθούν στους ανθρώπους"
- συνώνυμο:
- καλός ,
- καλοσύνη
Examples of using
Tom did it out of the goodness of his heart.
Ο Τομ το έκανε από την καλοσύνη της καρδιάς του.
She came up from goodness knows where.
Ήρθε από την καλοσύνη ξέρει πού.