Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "good" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Good

[Καλός]
/gʊd/

noun

1. Benefit

  • "For your own good"
  • "What's the good of worrying?"
    synonym:
  • good

1. Ωφελώ

  • "Για το καλό σου"
  • "Ποιο είναι το καλό της ανησυχίας?"
    συνώνυμο:
  • καλός

2. Moral excellence or admirableness

  • "There is much good to be found in people"
    synonym:
  • good
  • ,
  • goodness

2. Ηθική αριστεία ή αναμνηστικότητα

  • "Υπάρχουν πολλά καλά να βρεθούν στους ανθρώπους"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • καλοσύνη

3. That which is pleasing or valuable or useful

  • "Weigh the good against the bad"
  • "Among the highest goods of all are happiness and self-realization"
    synonym:
  • good
  • ,
  • goodness

3. Αυτό που είναι ευχάριστο ή πολύτιμο ή χρήσιμο

  • "Υπερτερεί του καλού ενάντια στο κακό"
  • "Μεταξύ των υψηλότερων αγαθών όλων είναι η ευτυχία και η αυτοπραγμάτωση"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • καλοσύνη

4. Articles of commerce

    synonym:
  • commodity
  • ,
  • trade good
  • ,
  • good

4. Άρθρα του εμπορίου

    συνώνυμο:
  • εμπόρευμα
  • ,
  • εμπορικό αγαθό
  • ,
  • καλός

adjective

1. Having desirable or positive qualities especially those suitable for a thing specified

  • "Good news from the hospital"
  • "A good report card"
  • "When she was good she was very very good"
  • "A good knife is one good for cutting"
  • "This stump will make a good picnic table"
  • "A good check"
  • "A good joke"
  • "A good exterior paint"
  • "A good secretary"
  • "A good dress for the office"
    synonym:
  • good

1. Έχοντας επιθυμητές ή θετικές ιδιότητες ειδικά εκείνες που είναι κατάλληλες για ένα πράγμα που καθορίζεται

  • "Καλά νέα από το νοσοκομείο"
  • "Μια καλή κάρτα αναφοράς"
  • "Όταν ήταν καλή ήταν πολύ καλή"
  • "Ένα καλό μαχαίρι είναι ένα καλό για την κοπή"
  • "Αυτό το κούτσουρο θα κάνει ένα καλό τραπέζι πικνίκ"
  • "Καλός έλεγχος"
  • "Καλό αστείο"
  • "Ένα καλό εξωτερικό χρώμα"
  • "Καλός γραμματέας"
  • "Ένα καλό φόρεμα για το γραφείο"
    συνώνυμο:
  • καλός

2. Having the normally expected amount

  • "Gives full measure"
  • "Gives good measure"
  • "A good mile from here"
    synonym:
  • full
  • ,
  • good

2. Έχοντας το συνήθως αναμενόμενο ποσό

  • "Δίνει πλήρες μέτρο"
  • "Δίνει καλό μέτρο"
  • "Ένα καλό μίλι από εδώ"
    συνώνυμο:
  • γεμάτος
  • ,
  • καλός

3. Morally admirable

    synonym:
  • good

3. Ηθικά αξιοθαύμαστος

    συνώνυμο:
  • καλός

4. Deserving of esteem and respect

  • "All respectable companies give guarantees"
  • "Ruined the family's good name"
    synonym:
  • estimable
  • ,
  • good
  • ,
  • honorable
  • ,
  • respectable

4. Αξίζει εκτίμηση και σεβασμό

  • "Όλες οι αξιοσέβαστες εταιρείες παρέχουν εγγυήσεις"
  • "Καταφέραμε το καλό όνομα της οικογένειας"
    συνώνυμο:
  • εκτιμητόσ
  • ,
  • καλός
  • ,
  • αξιότιμος
  • ,
  • σεβαστόσ

5. Promoting or enhancing well-being

  • "An arms limitation agreement beneficial to all countries"
  • "The beneficial effects of a temperate climate"
  • "The experience was good for her"
    synonym:
  • beneficial
  • ,
  • good

5. Προώθηση ή ενίσχυση της ευημερίας

  • "Συμφωνία περιορισμού των εξοπλισμών ωφέλιμη για όλες τις χώρες"
  • "Οι ευεργετικές επιδράσεις ενός εύκρατου κλίματος"
  • "Η εμπειρία ήταν καλή για εκείνη"
    συνώνυμο:
  • ευεργετικός
  • ,
  • καλός

6. Agreeable or pleasing

  • "We all had a good time"
  • "Good manners"
    synonym:
  • good

6. Ευχάριστο ή ευχάριστο

  • "Όλοι περάσαμε καλά"
  • "Καλοί τρόποι"
    συνώνυμο:
  • καλός

7. Of moral excellence

  • "A genuinely good person"
  • "A just cause"
  • "An upright and respectable man"
    synonym:
  • good
  • ,
  • just
  • ,
  • upright

7. Ηθική αριστεία

  • "Ένας πραγματικά καλός άνθρωπος"
  • "Μια απλή αιτία"
  • "Ένας ευθύς και αξιοσέβαστος άνθρωπος"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • απλά
  • ,
  • όρθιος

8. Having or showing knowledge and skill and aptitude

  • "Adept in handicrafts"
  • "An adept juggler"
  • "An expert job"
  • "A good mechanic"
  • "A practiced marksman"
  • "A proficient engineer"
  • "A lesser-known but no less skillful composer"
  • "The effect was achieved by skillful retouching"
    synonym:
  • adept
  • ,
  • expert
  • ,
  • good
  • ,
  • practiced
  • ,
  • proficient
  • ,
  • skillful
  • ,
  • skilful

8. Έχοντας ή δείχνοντας γνώση και ικανότητα και ικανότητα

  • "Πρόσληψη σε χειροτεχνήματα"
  • "Ένας έμπειρος ζογκλέρ"
  • "Εξειδικευμένη εργασία"
  • "Ένας καλός μηχανικός"
  • "Ένας εξασκημένος σκοπευτής"
  • "Ένας ικανός μηχανικός"
  • "Ένας λιγότερο γνωστός αλλά όχι λιγότερο επιδέξιος συνθέτης"
  • "Το αποτέλεσμα επιτεύχθηκε με επιδέξια ρετουσάρισμα"
    συνώνυμο:
  • προσεκτικόσ
  • ,
  • εμπειρογνώμονας
  • ,
  • καλός
  • ,
  • ασκείται
  • ,
  • ικανός
  • ,
  • επιδέξιος
  • ,
  • επιδέξιοσ

9. Thorough

  • "Had a good workout"
  • "Gave the house a good cleaning"
    synonym:
  • good

9. Λεπτομερέσ

  • "Είχα μια καλή προπόνηση"
  • "Έδωσε στο σπίτι ένα καλό καθάρισμα"
    συνώνυμο:
  • καλός

10. With or in a close or intimate relationship

  • "A good friend"
  • "My sisters and brothers are near and dear"
    synonym:
  • dear
  • ,
  • good
  • ,
  • near

10. Με ή σε στενή ή στενή σχέση

  • "Καλός φίλος"
  • "Οι αδελφές και οι αδελφοί μου είναι κοντά και αγαπητοί"
    συνώνυμο:
  • αγαπητέ
  • ,
  • καλός
  • ,
  • κοντά

11. Financially sound

  • "A good investment"
  • "A secure investment"
    synonym:
  • dependable
  • ,
  • good
  • ,
  • safe
  • ,
  • secure

11. Οικονομικά ακούγεται

  • "Μια καλή επένδυση"
  • "Ασφαλής επένδυση"
    συνώνυμο:
  • αξιόπιστος
  • ,
  • καλός
  • ,
  • ασφαλής
  • ,
  • ασφαλίζω

12. Most suitable or right for a particular purpose

  • "A good time to plant tomatoes"
  • "The right time to act"
  • "The time is ripe for great sociological changes"
    synonym:
  • good
  • ,
  • right
  • ,
  • ripe

12. Το πιο κατάλληλο ή το δικαίωμα για ένα συγκεκριμένο σκοπό

  • "Μια καλή στιγμή για να φυτέψετε ντομάτες"
  • "Η κατάλληλη στιγμή για δράση"
  • "Ο χρόνος είναι ώριμος για μεγάλες κοινωνιολογικές αλλαγές"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • σωστός
  • ,
  • ώριμος

13. Resulting favorably

  • "It's a good thing that i wasn't there"
  • "It is good that you stayed"
  • "It is well that no one saw you"
  • "All's well that ends well"
    synonym:
  • good
  • ,
  • well(p)

13. Προκύπτοντας ευνοϊκά

  • "Είναι καλό που δεν ήμουν εκεί"
  • "Είναι καλό που έμεινες"
  • "Είναι καλό που κανείς δεν σε είδε"
  • "Όλα είναι καλά που τελειώνουν καλά"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • λου()<TAG1>

14. Exerting force or influence

  • "The law is effective immediately"
  • "A warranty good for two years"
  • "The law is already in effect (or in force)"
    synonym:
  • effective
  • ,
  • good
  • ,
  • in effect(p)
  • ,
  • in force(p)

14. Ασκεί δύναμη ή επιρροή

  • "Ο νόμος είναι άμεσα αποτελεσματικός"
  • "Μια εγγύηση καλή για δύο χρόνια"
  • "Ο νόμος είναι ήδη σε ισχύ (ορ σε ισχύ)"
    συνώνυμο:
  • αποτελεσματικός
  • ,
  • καλός
  • ,
  • στην πραγματικότητα()
  • ,
  • στη λιβυ()

15. Capable of pleasing

  • "Good looks"
    synonym:
  • good

15. Ικανός να ευχαριστήσει

  • "Καλή εμφάνιση"
    συνώνυμο:
  • καλός

16. Appealing to the mind

  • "Good music"
  • "A serious book"
    synonym:
  • good
  • ,
  • serious

16. Ελκυστικός στο μυαλό

  • "Καλή μουσική"
  • "Σοβαρό βιβλίο"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • σοβαρός

17. In excellent physical condition

  • "Good teeth"
  • "I still have one good leg"
  • "A sound mind in a sound body"
    synonym:
  • good
  • ,
  • sound

17. Σε άριστη φυσική κατάσταση

  • "Καλά δόντια"
  • "Έχω ακόμα ένα καλό πόδι"
  • "Ένα ηχητικό μυαλό σε ένα ηχητικό σώμα"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • ήχος

18. Tending to promote physical well-being

  • Beneficial to health
  • "Beneficial effects of a balanced diet"
  • "A good night's sleep"
  • "The salutary influence of pure air"
    synonym:
  • good
  • ,
  • salutary

18. Τείνουν να προωθούν τη σωματική ευεξία

  • Ευεργετικό για την υγεία
  • "Ευεργετικές επιδράσεις μιας ισορροπημένης διατροφής"
  • "Ένας καλός ύπνος"
  • "Η χαιρετιστική επίδραση του καθαρού αέρα"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • υπολειτουργία

19. Not forged

  • "A good dollar bill"
    synonym:
  • good
  • ,
  • honest

19. Δεν σφυρηλατήθηκε

  • "Ένας καλός λογαριασμός δολαρίου"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • ειλικρινής

20. Not left to spoil

  • "The meat is still good"
    synonym:
  • good
  • ,
  • undecomposed
  • ,
  • unspoiled
  • ,
  • unspoilt

20. Δεν αφήνεται να χαλάσει

  • "Το κρέας είναι ακόμα καλό"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • ανέκφραστοσ
  • ,
  • ανεμπόδιστοσ
  • ,
  • απείραχτοσ

21. Generally admired

  • "Good taste"
    synonym:
  • good

21. Γενικά θαυμάζω

  • "Καλή γεύση"
    συνώνυμο:
  • καλός

adverb

1. (often used as a combining form) in a good or proper or satisfactory manner or to a high standard (`good' is a nonstandard dialectal variant for `well')

  • "The children behaved well"
  • "A task well done"
  • "The party went well"
  • "He slept well"
  • "A well-argued thesis"
  • "A well-seasoned dish"
  • "A well-planned party"
  • "The baby can walk pretty good"
    synonym:
  • well
  • ,
  • good

1. (συχνά χρησιμοποιείται ως συνδυασμός μορ) με καλό ή κατάλληλο ή ικανοποιητικό τρόπο ή με υψηλό βαθμό (`καλό` είναι μια μη τυπική διαλεκτική πτική για `)

  • "Τα παιδιά συμπεριφέρονταν καλά"
  • "Μια καλή δουλειά"
  • "Το πάρτι πήγε καλά"
  • "Κοιμόταν καλά"
  • "Μια καλά διατυπωμένη διατριβή"
  • "Ένα καλά σειριασμένο πιάτο"
  • "Ένα καλά σχεδιασμένο πάρτι"
  • "Το μωρό μπορεί να περπατήσει αρκετά καλά"
    συνώνυμο:
  • καλά
  • ,
  • καλός

2. Completely and absolutely (`good' is sometimes used informally for `thoroughly')

  • "He was soundly defeated"
  • "We beat him good"
    synonym:
  • thoroughly
  • ,
  • soundly
  • ,
  • good

2. Εντελώς και απολύτως (`καλό' χρησιμοποιείται μερικές φορές ανεπίσημα για `κατά προσέγγιση ')

  • "Ηττήθηκε απότομα"
  • "Τον νικήσαμε καλά"
    συνώνυμο:
  • λεπτομερώς
  • ,
  • ηχηρά
  • ,
  • καλός

Examples of using

I hope you get a good rest.
Ελπίζω να ξεκουραστείτε καλά.
I understand Tom salted away a good deal for his old age.
Καταλαβαίνω ότι ο Τομ άλαξε πολλά για τα γηρατειά του.
Red doesn't look good on Mary.
Το κόκκινο δεν φαίνεται καλό στη Μαίρη.