Translation meaning & definition of the word "gong" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γκόνγκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gong
[Γκονγκ]/gɔŋ/
noun
1. A percussion instrument consisting of a metal plate that is struck with a softheaded drumstick
- synonym:
- gong ,
- tam-tam
1. Ένα όργανο κρουστών που αποτελείται από μια μεταλλική πλάκα που χτυπιέται με ένα μαλακό κρουστό τύμπανο
- συνώνυμο:
- γκονγκ ,
- ταμ
2. A percussion instrument consisting of a set of tuned bells that are struck with a hammer
- Used as an orchestral instrument
- synonym:
- chime ,
- bell ,
- gong
2. Ένα όργανο κρουστών που αποτελείται από ένα σύνολο συντονισμένων κουδουνιών που χτυπιούνται με ένα σφυρί
- Χρησιμοποιείται ως ορχηστρικό όργανο
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- κουδούνι ,
- γκονγκ
verb
1. Sound a gong
- synonym:
- gong
1. Ακούγω γκονγκ
- συνώνυμο:
- γκονγκ