Translation meaning & definition of the word "godly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Godly
[Θεοσεβήσ]/gɑdli/
adjective
1. Showing great reverence for god
- "A godly man"
- "Leading a godly life"
- synonym:
- godly ,
- reverent ,
- worshipful
1. Δείχνοντας μεγάλη ευλάβεια για τον θεό
- "Ευσεβής άνθρωπος"
- "Πρωταγωνιστής μιας θεϊκής ζωής"
- συνώνυμο:
- θεοσεβήσ ,
- ευλαβήσ ,
- λατρευτικόσ
2. Emanating from god
- "Divine judgment"
- "Divine guidance"
- "Everything is black or white...satanic or godly"-saturday review
- synonym:
- divine ,
- godly
2. Προέρχεται από τον θεό
- "Θεϊκή κρίση"
- "Θεϊκή καθοδήγηση"
- "Όλα είναι μαύρα ή άσπρα.σατανικά ή θεοσεβή"-σάββατο αναθεώρηση.
- συνώνυμο:
- θεϊκός ,
- θεοσεβήσ