Translation meaning & definition of the word "god" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεός" στην ελληνική γλώσσα
God
[Θεός]noun
1. The supernatural being conceived as the perfect and omnipotent and omniscient originator and ruler of the universe
- The object of worship in monotheistic religions
- synonym:
- God ,
- Supreme Being
1. Το υπερφυσικό ον που θεωρείται ως ο τέλειος και παντοδύναμος και παντογνώστης πρωτοπόρος και κυβερνήτης του σύμπαντος
- Το αντικείμενο της λατρείας στις μονοθεϊστικές θρησκείες
- συνώνυμο:
- Θεός ,
- Υπέρτατο Όν
2. Any supernatural being worshipped as controlling some part of the world or some aspect of life or who is the personification of a force
- synonym:
- deity ,
- divinity ,
- god ,
- immortal
2. Κάθε υπερφυσικό ον λατρεύεται ως έλεγχος κάποιου μέρους του κόσμου ή κάποιας πτυχής της ζωής ή ποιος είναι η προσωποποίηση μιας δύναμης
- συνώνυμο:
- θεότητα ,
- θεός ,
- αθάνατος
3. A man of such superior qualities that he seems like a deity to other people
- "He was a god among men"
- synonym:
- god
3. Ένας άνθρωπος με τέτοιες ανώτερες ιδιότητες που φαίνεται σαν θεότητα απέναντι σε άλλους ανθρώπους
- "Ήταν ένας θεός μεταξύ των ανθρώπων"
- συνώνυμο:
- θεός
4. A material effigy that is worshipped
- "Thou shalt not make unto thee any graven image"
- "Money was his god"
- synonym:
- idol ,
- graven image ,
- god
4. Ένα υλικό που λατρεύεται
- "Δεν θα κάνεις σε σένα καμία εικόνα βαμμένη"
- "Τα χρήματα ήταν ο θεός του"
- συνώνυμο:
- είδωλο ,
- εικόνα ,
- θεός