Translation meaning & definition of the word "gob" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπόριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gob
[Μπαλλόμπα]/gɑb/
noun
1. A man who serves as a sailor
- synonym:
- mariner ,
- seaman ,
- tar ,
- Jack-tar ,
- Jack ,
- old salt ,
- seafarer ,
- gob ,
- sea dog
1. Ένας άνθρωπος που υπηρετεί ως ναύτης
- συνώνυμο:
- ναυτικός ,
- πίσσα ,
- Τζακ-αστέρι ,
- Τζακ ,
- παλιό αλάτι ,
- βουβός ,
- θαλάσσιος σκύλος
2. A lump of slimy stuff
- "A gob of phlegm"
- synonym:
- gob
2. Ένα κομμάτι γλοιώδη πράγματα
- "Μια βουτιά φλέγματος"
- συνώνυμο:
- βουβός
3. Informal terms for the mouth
- synonym:
- trap ,
- cakehole ,
- hole ,
- maw ,
- yap ,
- gob
3. Ανεπίσημοι όροι για το στόμα
- συνώνυμο:
- παγίδα ,
- τούρτα ,
- τρύπα ,
- μάου ,
- ναι ,
- βουβός