Translation meaning & definition of the word "goal" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "στόχος" στην ελληνική γλώσσα
Goal
[Γκολ]noun
1. The state of affairs that a plan is intended to achieve and that (when achieved) terminates behavior intended to achieve it
- "The ends justify the means"
- synonym:
- goal ,
- end
1. Η κατάσταση πραγμάτων που προορίζεται να επιτύχει ένα σχέδιο και που (όταν επιτευχθεί) τερματίζει τη συμπεριφορά που προορίζεται να το επιτύχει
- "Οι σκοποί δικαιολογούν τα μέσα"
- συνώνυμο:
- στόχος ,
- τέλος
2. The place designated as the end (as of a race or journey)
- "A crowd assembled at the finish"
- "He was nearly exhausted as their destination came into view"
- synonym:
- finish ,
- destination ,
- goal
2. Ο τόπος που ορίζεται ως το τέλος (από αγώνα ή ταξίδι)
- "Ένα πλήθος συγκεντρώθηκε στον τερματισμό"
- "Ήταν σχεδόν εξαντλημένος καθώς ο προορισμός τους φάνηκε"
- συνώνυμο:
- τελειώνω ,
- προορισμός ,
- στόχος
3. Game equipment consisting of the place toward which players of a game try to advance a ball or puck in order to score points
- synonym:
- goal
3. Εξοπλισμός παιχνιδιού που αποτελείται από το μέρος προς το οποίο οι παίκτες ενός παιχνιδιού προσπαθούν να προωθήσουν μια μπάλα ή ένα ξωτικό για να κερδίσουν πόντους
- συνώνυμο:
- στόχος
4. A successful attempt at scoring
- "The winning goal came with less than a minute left to play"
- synonym:
- goal
4. Μια επιτυχημένη προσπάθεια για σκοράρισμα
- "Το νικητήριο γκολ ήρθε με λιγότερο από ένα λεπτό να παίξει"
- συνώνυμο:
- στόχος