Translation meaning & definition of the word "gnu" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γνωστό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gnu
[Γκνου]/nu/
noun
1. Large african antelope having a head with horns like an ox and a long tufted tail
- synonym:
- gnu ,
- wildebeest
1. Μεγάλη αφρικανική αντιλόπη που έχει ένα κεφάλι με κέρατα σαν βόδι και μια μακριά φουντωτή ουρά
- συνώνυμο:
- γκνου ,
- αγριομανήσ