Translation meaning & definition of the word "glycine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλυκίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glycine
[Γλυκίνη]/glaɪsin/
noun
1. The simplest amino acid found in proteins and the principal amino acid in sugar cane
- synonym:
- glycine
1. Το απλούστερο αμινοξύ που βρίσκεται στις πρωτεΐνες και το κύριο αμινοξύ στο ζαχαροκάλαμο
- συνώνυμο:
- γλυκίνη
2. Genus of asiatic erect or sprawling herbs: soya bean
- synonym:
- Glycine ,
- genus Glycine
2. Γένος των ασιατικών όρθιων ή εκτεταμένων βοτάνων: φασόλι σόγιας
- συνώνυμο:
- Γλυκίνη ,
- γένος Γλυκίνη