Translation meaning & definition of the word "gluttony" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "λαιμαργία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gluttony
[Λαιμαργία]/glətəni/
noun
1. Habitual eating to excess
- synonym:
- gluttony
1. Συνήθης διατροφή σε υπερβολική
- συνώνυμο:
- λαιμαργία
2. Eating to excess (personified as one of the deadly sins)
- synonym:
- gluttony ,
- overeating ,
- gula
2. Υπερβολική κατανάλωση φαγητού (προσωποποιημένο ως ένα από τα θανάσιμα αμαρτήματα)
- συνώνυμο:
- λαιμαργία ,
- υπερκατανάλωση τροφής ,
- γκούλα