Translation meaning & definition of the word "glum" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυαλί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glum
[Γλώσσα]/gləm/
adjective
1. Moody and melancholic
- synonym:
- glum
1. Κυκλοθυμική και μελαγχολική
- συνώνυμο:
- αποτυχία
2. Showing a brooding ill humor
- "A dark scowl"
- "The proverbially dour new england puritan"
- "A glum, hopeless shrug"
- "He sat in moody silence"
- "A morose and unsociable manner"
- "A saturnine, almost misanthropic young genius"- bruce bliven
- "A sour temper"
- "A sullen crowd"
- synonym:
- dark ,
- dour ,
- glowering ,
- glum ,
- moody ,
- morose ,
- saturnine ,
- sour ,
- sullen
2. Δείχνοντας ένα κακό χιούμορ
- "Ένα σκοτεινό καταφύγιο"
- "Η παροιμιώδης τροπή της νέας αγγλίας πουριτάν"
- "Ένα σκοτεινό, απελπιστικό ναρκωτικό"
- "Κάθησε σε κυκλοθυμική σιωπή"
- "Ένας βρώμικος και αντικοινωνικός τρόπος"
- "Μια αυτονομιστική, σχεδόν μισανθρωπική νέα ιδιοφυΐα" - μπρους μπλίβεν
- "Μια ξινή ιδιοσυγκρασία"
- "Ένα πλήθος από ανατριχιαστικό"
- συνώνυμο:
- σκοτεινός ,
- παραπονιέμαι ,
- λαμπερό ,
- αποτυχία ,
- κυκλοθυμικόσ ,
- αναβλύζω ,
- σατουρνίνη ,
- ξινός ,
- νανούρισμα
Examples of using
Don't be so glum.
Μην είσαι τόσο απαίσια.
Don't be so glum.
Μην είσαι τόσο απαίσια.