Translation meaning & definition of the word "glue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κόλλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glue
[Κόλλα]/glu/
noun
1. Cement consisting of a sticky substance that is used as an adhesive
- synonym:
- glue ,
- gum ,
- mucilage
1. Τσιμέντο που αποτελείται από μια κολλώδη ουσία που χρησιμοποιείται ως κόλλα
- συνώνυμο:
- κόλλα ,
- ούλο ,
- βλεννογόνου
verb
1. Join or attach with or as if with glue
- "Paste the sign on the wall"
- "Cut and paste the sentence in the text"
- synonym:
- glue ,
- paste
1. Ενώστε ή συνδέστε με ή σαν με κόλλα
- "Επικολλήστε το σημάδι στον τοίχο"
- "Κόψτε και επικολλήστε την πρόταση στο κείμενο"
- συνώνυμο:
- κόλλα ,
- πάστα
2. Be fixed as if by glue
- "His eyes were glued on her"
- synonym:
- glue
2. Να στερεωθεί σαν από την κόλλα
- "Τα μάτια του ήταν κολλημένα πάνω της"
- συνώνυμο:
- κόλλα
Examples of using
I need a glue stick.
Χρειάζομαι ένα ραβδί κόλλας.
This sticky liquid can be substituted for glue.
Αυτό το κολλώδες υγρό μπορεί να αντικατασταθεί με κόλλα.
This glue does not adhere to plastic.
Αυτή η κόλλα δεν προσκολλάται στο πλαστικό.