Translation meaning & definition of the word "glow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λάμψη" στην ελληνική γλώσσα
Glow
[Λάμψη]noun
1. An alert and refreshed state
- synonym:
- freshness ,
- glow
1. Μια ειδοποίηση και ανανεωμένη κατάσταση
- συνώνυμο:
- φρεσκάδα ,
- λάμψη
2. Light from nonthermal sources
- synonym:
- luminescence ,
- glow
2. Φως από μη θερμικές πηγές
- συνώνυμο:
- φωταύγεια ,
- λάμψη
3. The phenomenon of light emission by a body as its temperature is raised
- synonym:
- incandescence ,
- glow
3. Το φαινόμενο της εκπομπής φωτός από ένα σώμα καθώς αυξάνεται η θερμοκρασία του
- συνώνυμο:
- πυρακτώσεισ ,
- λάμψη
4. A feeling of considerable warmth
- "The glow of new love"
- "A glow of regret"
- synonym:
- glow
4. Αίσθηση σημαντικής ζεστασιάς
- "Η λάμψη της νέας αγάπης"
- "Μια λάμψη λύπης"
- συνώνυμο:
- λάμψη
5. A steady even light without flames
- synonym:
- glow
5. Ένα σταθερό ομοιόμορφο φως χωρίς φλόγες
- συνώνυμο:
- λάμψη
6. The amount of electromagnetic radiation leaving or arriving at a point on a surface
- synonym:
- radiance ,
- glow ,
- glowing
6. Η ποσότητα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που φεύγει ή φτάνει σε ένα σημείο σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- λαμπερό
7. An appearance of reflected light
- synonym:
- gleam ,
- gleaming ,
- glow ,
- lambency
7. Εμφάνιση ανακλώμενου φωτός
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- λαμπερό ,
- αμβλύτητα
verb
1. Emit a steady even light without flames
- "The fireflies were glowing and flying about in the garden"
- synonym:
- glow
1. Εκπέμπουν ένα σταθερό ομοιόμορφο φως χωρίς φλόγες
- "Οι πυγολαμπίδες έλαμπαν και πετούσαν στον κήπο"
- συνώνυμο:
- λάμψη
2. Have a complexion with a strong bright color, such as red or pink
- "Her face glowed when she came out of the sauna"
- synonym:
- glow ,
- beam ,
- radiate ,
- shine
2. Έχετε μια επιδερμίδα με έντονο φωτεινό χρώμα, όπως κόκκινο ή ροζ
- "Το πρόσωπό της έλαμπε όταν βγήκε από τη σάουνα"
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- ακτίνα ,
- ακτινοβολώ
3. Shine intensely, as if with heat
- "The coals were glowing in the dark"
- "The candles were burning"
- synonym:
- burn ,
- glow
3. Λάμψτε έντονα, σαν με θερμότητα
- "Τα κάρβουνα έλαμπαν στο σκοτάδι"
- "Τα κεριά έκαιγαν"
- συνώνυμο:
- καίω ,
- λάμψη
4. Be exuberant or high-spirited
- "Make the people's hearts glow"
- synonym:
- glow
4. Να είστε πληθωρικός ή υψηλό πνεύμα
- "Κάνε τις καρδιές των ανθρώπων να λάμπουν"
- συνώνυμο:
- λάμψη
5. Experience a feeling of well-being or happiness, as from good health or an intense emotion
- "She was beaming with joy"
- "Her face radiated with happiness"
- synonym:
- glow ,
- beam ,
- radiate ,
- shine
5. Βιώστε μια αίσθηση ευεξίας ή ευτυχίας, καθώς και από καλή υγεία ή έντονο συναίσθημα
- "Τα παιδιά έφτιαχναν με χαρά"
- "Το πρόσωπό της ακτινοβολείται με ευτυχία"
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- ακτίνα ,
- ακτινοβολώ