Translation meaning & definition of the word "glottal" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "γλωττίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glottal
[Γλωττίδα]/glɑtəl/
adjective
1. Of or relating to or produced by the glottis
- "Glottal stops"
- synonym:
- glottal
1. Ή που σχετίζονται ή παράγονται από τη γλωττίδα
- "Γλωττίδα σταματά"
- συνώνυμο:
- γλωττίδα