Translation meaning & definition of the word "glossy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυαλιστερό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glossy
[Γυαλιστερός]/glɔsi/
noun
1. A magazine printed on good quality paper
- synonym:
- slick ,
- slick magazine ,
- glossy
1. Ένα περιοδικό τυπωμένο σε χαρτί καλής ποιότητας
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- περιοδικό ,
- γυαλιστερός
2. A photograph that is printed on smooth shiny paper
- synonym:
- glossy
2. Μια φωτογραφία που εκτυπώνεται σε λείο λαμπερό χαρτί
- συνώνυμο:
- γυαλιστερός
adjective
1. (of paper and fabric and leather) having a surface made smooth and glossy especially by pressing between rollers
- "Calendered paper"
- "Glossy paper"
- synonym:
- glossy ,
- calendered
1. (από χαρτί και ύφασμα και δέρμα) με επιφάνεια λεία και γυαλιστερή ειδικά πιέζοντας μεταξύ των κυλίνδρων
- "Καλυμμένο χαρτί"
- "Γυαλιστερό χαρτί"
- συνώνυμο:
- γυαλιστερός ,
- καλαντεύω
2. Reflecting light
- "Glistening bodies of swimmers"
- "The horse's glossy coat"
- "Lustrous auburn hair"
- "Saw the moon like a shiny dime on a deep blue velvet carpet"
- "Shining white enamel"
- synonym:
- glistening ,
- glossy ,
- lustrous ,
- sheeny ,
- shiny ,
- shining
2. Ανακλαστικό φως
- "Λαμπερά σώματα κολυμβητών"
- "Το γυαλιστερό παλτό του αλόγου"
- "Λαστιχένια μαλλιά φούσκα"
- "Είδα το φεγγάρι σαν μια λαμπερή δεκάρα σε ένα βαθύ μπλε βελούδινο χαλί"
- "Λευκό σμάλτο"
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- γυαλιστερός ,
- λαμπερός
3. Superficially attractive and stylish
- Suggesting wealth or expense
- "A glossy tv series"
- synonym:
- glossy ,
- showy
3. Επιφανειακά ελκυστικό και κομψό
- Προτείνοντας πλούτο ή έξοδα
- "Γυαλιστερή τηλεοπτική σειρά"
- συνώνυμο:
- γυαλιστερός ,
- επιδεικτικόσ