Translation meaning & definition of the word "glossary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλωσσάριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glossary
[Γλωσσάριο]/glɔsəri/
noun
1. An alphabetical list of technical terms in some specialized field of knowledge
- Usually published as an appendix to a text on that field
- synonym:
- glossary ,
- gloss
1. Μια αλφαβητική λίστα τεχνικών όρων σε κάποιο εξειδικευμένο πεδίο γνώσης
- Συνήθως δημοσιεύεται ως προσάρτημα σε ένα κείμενο σε αυτό το πεδίο
- συνώνυμο:
- γλωσσάριο ,
- γυαλιστερός