Translation meaning & definition of the word "glorify" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χλωρίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glorify
[Δοξάζω]/glɔrəfaɪ/
verb
1. Praise, glorify, or honor
- "Extol the virtues of one's children"
- "Glorify one's spouse's cooking"
- synonym:
- laud ,
- extol ,
- exalt ,
- glorify ,
- proclaim
1. Δόξα, δόξα ή τιμή
- "Εξαλείψτε τις αρετές των παιδιών κάποιου"
- "Χλωρίστε το μαγείρεμα του συζύγου"
- συνώνυμο:
- λαούντ ,
- εξωθώ ,
- υψώνω ,
- δοξάζω ,
- διακηρύσσω
2. Bestow glory upon
- "The victory over the enemy glorified the republic"
- synonym:
- glorify
2. Παραχωρήστε τη δόξα σας
- "Η νίκη επί του εχθρού δόξασε τη δημοκρατία"
- συνώνυμο:
- δοξάζω
3. Elevate or idealize, in allusion to christ's transfiguration
- synonym:
- transfigure ,
- glorify ,
- spiritualize
3. Ανυψώνουν ή εξιδανικεύουν, σε αναφορά στη μεταμόρφωση του χριστού
- συνώνυμο:
- μεταμορφώνω ,
- δοξάζω ,
- πνευματοποιώ
4. Cause to seem more splendid
- "You are glorifying a rather mediocre building"
- synonym:
- glorify
4. Γιατί φαίνεται πιο υπέροχο
- "Εκθειάζετε ένα μάλλον μέτριο κτίριο"
- συνώνυμο:
- δοξάζω