Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "gloomy" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ζοφερή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Gloomy

[Ζοφερός]
/glumi/

adjective

1. Depressingly dark

  • "The gloomy forest"
  • "The glooming interior of an old inn"
  • "`gloomful' is archaic"
    synonym:
  • glooming
  • ,
  • gloomy
  • ,
  • gloomful
  • ,
  • sulky

1. Καταθλιπτικά σκοτεινά

  • "Το ζοφερό δάσος"
  • "Το ζοφερό εσωτερικό ενός παλιού πανδοχείου"
  • "Το "`gloomful" είναι αρχαϊκό"
    συνώνυμο:
  • καταχνιασμένος
  • ,
  • ζοφερός
  • ,
  • μουσκεμένοσ

2. Filled with melancholy and despondency

  • "Gloomy at the thought of what he had to face"
  • "Gloomy predictions"
  • "A gloomy silence"
  • "Took a grim view of the economy"
  • "The darkening mood"
  • "Lonely and blue in a strange city"
  • "Depressed by the loss of his job"
  • "A dispirited and resigned expression on her face"
  • "Downcast after his defeat"
  • "Feeling discouraged and downhearted"
    synonym:
  • gloomy
  • ,
  • grim
  • ,
  • blue
  • ,
  • depressed
  • ,
  • dispirited
  • ,
  • down(p)
  • ,
  • downcast
  • ,
  • downhearted
  • ,
  • down in the mouth
  • ,
  • low
  • ,
  • low-spirited

2. Γεμάτο μελαγχολία και απελπισία

  • "Ζοφερή στη σκέψη του τι έπρεπε να αντιμετωπίσει"
  • "Ζοφερές προβλέψεις"
  • "Μια ζοφερή σιωπή"
  • "Έβλεπε ζοφερά την οικονομία"
  • "Η σκοτεινή διάθεση"
  • "Μοναχικός και μπλε σε μια παράξενη πόλη"
  • "Καταθλιπτικός από την απώλεια της δουλειάς του"
  • "Μια απογοητευμένη και παραιτημένη έκφραση στο πρόσωπό της"
  • "Καταρρίπτεται μετά την ήττα του"
  • "Αίσθημα αποθάρρυνσης και κακής διάθεσης"
    συνώνυμο:
  • ζοφερός
  • ,
  • μπλε
  • ,
  • καταθλιπτικός
  • ,
  • απογοητευμένος
  • ,
  • κάτω(p)
  • ,
  • κατεβασμένος
  • ,
  • κατηφής
  • ,
  • κάτω στο στόμα
  • ,
  • χαμηλός
  • ,
  • χαμηλόπνευμα

3. Causing dejection

  • "A blue day"
  • "The dark days of the war"
  • "A week of rainy depressing weather"
  • "A disconsolate winter landscape"
  • "The first dismal dispiriting days of november"
  • "A dark gloomy day"
  • "Grim rainy weather"
    synonym:
  • blue
  • ,
  • dark
  • ,
  • dingy
  • ,
  • disconsolate
  • ,
  • dismal
  • ,
  • gloomy
  • ,
  • grim
  • ,
  • sorry
  • ,
  • drab
  • ,
  • drear
  • ,
  • dreary

3. Προκαλώντας απογοήτευση

  • "Μια μπλε μέρα"
  • "Οι σκοτεινές μέρες του πολέμου"
  • "Μια εβδομάδα βροχερού καταθλιπτικού καιρού"
  • "Ένα απαρηγόρητο χειμερινό τοπίο"
  • "Οι πρώτες θλιβερές απογοητευτικές μέρες του νοεμβρίου"
  • "Μια σκοτεινή ζοφερή μέρα"
  • "Ζοφερός βροχερός καιρός"
    συνώνυμο:
  • μπλε
  • ,
  • σκοτεινός
  • ,
  • βρώμικο
  • ,
  • απαρηγόρητοσ
  • ,
  • θλιβερός
  • ,
  • ζοφερός
  • ,
  • συγνώμη
  • ,
  • drab

Examples of using

Today I've seen tens of gloomy angry faces glancing at me.
Σήμερα έχω δει δεκάδες ζοφερά θυμωμένα πρόσωπα να μου ρίχνουν μια ματιά.
The room is very gloomy.
Το δωμάτιο είναι πολύ ζοφερό.
The future looked very gloomy.
Το μέλλον φαινόταν πολύ ζοφερό.