Translation meaning & definition of the word "gloat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιπλέω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gloat
[Επιπλέω]/gloʊt/
noun
1. Malicious satisfaction
- synonym:
- gloat ,
- gloating ,
- glee
1. Κακόβουλη ικανοποίηση
- συνώνυμο:
- παραφωνώ ,
- γλιστρώ ,
- χαρά
verb
1. Dwell on with satisfaction
- synonym:
- gloat ,
- triumph ,
- crow
1. Σταθείτε με ικανοποίηση
- συνώνυμο:
- παραφωνώ ,
- θρίαμβος ,
- κοράκι
2. Gaze at or think about something with great self-satisfaction, gratification, or joy
- synonym:
- gloat
2. Κοιτάξτε ή σκεφτείτε κάτι με μεγάλη αυτοϊκανοποίηση, ικανοποίηση ή χαρά
- συνώνυμο:
- παραφωνώ
Examples of using
Let's not gloat.
Ας μην παραπαίουμε.
Don't gloat.
Μην παραπαίεις.