Translation meaning & definition of the word "glimpse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πτώμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glimpse
[Γλείψιμο]/glɪmps/
noun
1. A quick look
- synonym:
- glance ,
- glimpse ,
- coup d'oeil
1. Μια γρήγορη ματιά
- συνώνυμο:
- Ματιά ,
- αναλαμπή ,
- πραξικόπημα
2. A brief or incomplete view
- "From the window he could catch a glimpse of the lake"
- synonym:
- glimpse
2. Μια σύντομη ή ελλιπής προβολή
- "Από το παράθυρο θα μπορούσε να πιάσει μια ματιά στη λίμνη"
- συνώνυμο:
- αναλαμπή
3. A vague indication
- "He caught only a glimpse of the professor's meaning"
- synonym:
- glimpse
3. Μια αόριστη ένδειξη
- "Έπιασε μόνο μια ματιά στο νόημα του καθηγητή"
- συνώνυμο:
- αναλαμπή
verb
1. Catch a glimpse of or see briefly
- "We glimpsed the queen as she got into her limousine"
- synonym:
- glimpse
1. Ρίξτε μια ματιά ή δείτε για λίγο
- "Βλέπαμε τη βασίλισσα καθώς μπήκε στη λιμουζίνα της"
- συνώνυμο:
- αναλαμπή
Examples of using
In looking through the mist, I caught a glimpse of my future.
Κοιτάζοντας μέσα από την ομίχλη, έριξα μια ματιά στο μέλλον μου.
I caught a glimpse of him from the bus.
Έπιασα μια ματιά του από το λεωφορείο.
In looking through the mist, I caught a glimpse of my future.
Κοιτάζοντας μέσα από την ομίχλη, έριξα μια ματιά στο μέλλον μου.