Translation meaning & definition of the word "glimmer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλυκαντικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glimmer
[Λαμπυρίζων]/glɪmər/
noun
1. A flash of light (especially reflected light)
- synonym:
- gleam ,
- gleaming ,
- glimmer
1. Μια λάμψη του φωτός ( ειδικά αντανακλάται φως)
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- λαμπερό ,
- αχτίδα
2. A slight suggestion or vague understanding
- "He had no inkling what was about to happen"
- synonym:
- inkling ,
- intimation ,
- glimmering ,
- glimmer
2. Μια μικρή πρόταση ή μια αόριστη κατανόηση
- "Δεν είχε κανέναν αναλγητό τι επρόκειτο να συμβεί"
- συνώνυμο:
- επιμελητεία ,
- ενδοφλέβια ,
- αναλαμπή ,
- αχτίδα
verb
1. Shine brightly, like a star or a light
- synonym:
- gleam ,
- glimmer
1. Λάμψτε λαμπρά, σαν ένα αστέρι ή ένα φως
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- αχτίδα