Translation meaning & definition of the word "glider" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανεμόπτερο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glider
[Ανεμόπτερο]/glaɪdər/
noun
1. Aircraft supported only by the dynamic action of air against its surfaces
- synonym:
- glider ,
- sailplane
1. Αεροσκάφη που υποστηρίζονται μόνο από τη δυναμική δράση του αέρα κατά των επιφανειών του
- συνώνυμο:
- ανεμόπτερο ,
- αεροπλάνο