Translation meaning & definition of the word "gleeful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευγενικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Gleeful
[Χαρούμενος]/glifəl/
adjective
1. Full of high-spirited delight
- "A joyful heart"
- synonym:
- elated ,
- gleeful ,
- joyful ,
- jubilant
1. Γεμάτο από υψηλή απόλαυση
- "Χαρούμενη καρδιά"
- συνώνυμο:
- εκλεπτύνεται ,
- χαρούμενος ,
- ευφυολόγοσ