Translation meaning & definition of the word "glaucoma" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλαύκωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glaucoma
[Γλαύκωμα]/glɔkoʊmə/
noun
1. An eye disease that damages the optic nerve and impairs vision (sometimes progressing to blindness)
- "Contrary to popular belief, glaucoma is not always caused by elevated intraocular pressure"
- synonym:
- glaucoma
1. Μια ασθένεια των ματιών που βλάπτει το οπτικό νεύρο και εμποδίζει την όραση (μερικές φορές εξελίσσεται σε τύφλωση)
- "Σε αντίθεση με τη δημοφιλή πεποίθηση, το γλαύκωμα δεν προκαλείται πάντα από αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση"
- συνώνυμο:
- γλυκό