Translation meaning & definition of the word "glaring" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αγγελία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Glaring
[Κοιτάζοντασ]/glɛrɪŋ/
adjective
1. Shining intensely
- "The blazing sun"
- "Blinding headlights"
- "Dazzling snow"
- "Fulgent patterns of sunlight"
- "The glaring sun"
- synonym:
- blazing ,
- blinding ,
- dazzling ,
- fulgent ,
- glaring ,
- glary
1. Λάμποντας έντονα
- "Ο φλεγόμενος ήλιος"
- "Ανατρεπτικοί προβολείς"
- "Εκθαμβωτικό χιόνι"
- "Επείγοντα μοτίβα του ηλιακού φωτός"
- "Ο κραυγαλέος ήλιος"
- συνώνυμο:
- φλόγεσ ,
- τύφλωση ,
- εκθαμβωτικό ,
- φούλινγκτεντ ,
- αποτροπιάζω ,
- λαμπερός
2. Conspicuously and outrageously bad or reprehensible
- "A crying shame"
- "An egregious lie"
- "Flagrant violation of human rights"
- "A glaring error"
- "Gross ineptitude"
- "Gross injustice"
- "Rank treachery"
- synonym:
- crying(a) ,
- egregious ,
- flagrant ,
- glaring ,
- gross ,
- rank
2. Εμφανώς και εξωφρενικά κακό ή κατακριτέο
- "Ντροπή που κλαίει"
- "Ένα απεχθές ψέμα"
- "Μεγάλη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων"
- "Ένα αποτρόπαιο λάθος"
- "Ακατάπαυστη ανικανότητα"
- "Ακατέργαστη αδικία"
- "Προδοσία"
- συνώνυμο:
- κλαίγ(Α) ,
- εξωφρενικόσ ,
- επισημαίνων ,
- αποτροπιάζω ,
- ακαθάριστοσ ,
- βαθμολογώ